- ένδοξος
- -η, -ο (AM ἔνδοξος, -ον)1. αυτός που έχει αποκτήσει δόξα, φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν»)2. εκείνος που περιβάλλεται από δόξα, λαμπρός, μεγαλοπρεπής («ἡ ἔνδοξος εἰς Ἅιδου κάθοδος τοῡ Κυρίου», «ὁ Περικλής... ταφάς τῶν ἀποθανόντων ἐνδόξους ἐποίησε»)μσν.- νεοελλ.(υπερθ. ως τιμητικός τίτλος) «εντιμότατε και ενδοξότατε»νεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η ένδοξηαναρριχώμενο φυτό τής οικογένειας τών λειριιδώναρχ.1. επίσημος, διακεκριμένος («ὀλίγοι καὶ ἔνδοξοι ἄνδρες»)2. όποιος τυγχάνει γενικής αποδοχής, ο γενικά παραδεκτός3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔνδοξαόσα θεωρούνται αληθινά επειδή είναι γενικώς παραδεκτά.
Dictionary of Greek. 2013.